αποχρωματίζω

αποχρωματίζω
μετ.
1) обесцвечивать; 2) снимать краски; 3) заканчивать покраску; 4) перен. перевести в ранг лояльных (о гражданах); обелить (кого-л.);

αποχρωματίζομαι

1) — выцветать, терять краски; — линять;

2) перен. переходить в ранг лояльных (о гражданах); обелить себя

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποχρωματίζω" в других словарях:

  • αποχρωματίζω — αποχρωματίζω, αποχρωμάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποχρωματίζω — 1. τελειώνω το χρωμάτισμα 2. εξαλείφω ή αλλάζω το χρώμα κάποιου πράγματος 3. αποχαρακτηρίζω …   Dictionary of Greek

  • αποχρωματίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, διαγράφω, εξαλείφω χαρακτηρισμό κάποιου προσώπου επιζήμιο γι αυτό: Για να δοθεί το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης, έπρεπε πρώτα να αποχρωματιστεί ο ενδιαφερόμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχρωματίζω — αποχρωματίζω, ξεβάφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χρωματίζω] …   Dictionary of Greek

  • αποχρωματισμός — Επεξεργασία των υγρών προϊόντων με στερεές ουσίες, κατάλληλες να τους προσδώσουν τις ιδιότητες που απαιτεί το εμπόριο. Ο α. είναι μία από τις διάφορες μορφές προσρόφησης και σε αυτή την περίπτωση αφαιρεί τις ανεπιθύμητες ουσίες που βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • ξασπρίζω — 1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω 2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα 3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος») 4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω 5. (για στάχια) ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ξεβάφω — 1. βγάζω το χρώμα από κάτι, αποχρωματίζω («ο ήλιος μου ξέβαψε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω («ξέβαψαν τα μαλλιά μου») 3. (σχετικά με μέταλλα) αφαιρώ με πύρωση ή άλλο τρόπο τη βαφή …   Dictionary of Greek

  • ξασπρίζω — ξάσπρισα, ξασπρισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω, ασπρίζω. 2. αποχρωματίζω κάτι, το κάνω να ξεθωριάσει, να ξασπρίσει. 3. αμτβ., γίνομαι λευκός, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω: Η τέντα ξάσπρισε απ τον ήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεβάφω — ξέβαψα, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος 1. μτβ., αποχρωματίζω, βγάζω το χρώμα, ξεθωριάζω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες μας. 2. αμτβ., αποχρωματίζομαι, χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω: Αυτά τα χρώματα δεν ξεβάφουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»